- ἀρρίπιστος
- ἀρρίπιστος [ῑ], ον,A not cooled or ventilated, Gal.10.745.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρρίπιστος — ἀρρίπιστος, ον (Α) [ριπίζω] αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί … Dictionary of Greek
ἀρρίπιστα — ἀρρίπιστος not cooled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)